-
1 полоскать
полоскать ξεπλένω· \полоскать бельё ξεβγάζω 2): \полоскать горло κάνω γαργάρα* * *1) ξεπλένωполоска́ть бельё — ξεβγάζω
2)полоска́ть го́рло — κάνω γαργάρα
-
2 выполаскивать
ρ.δ. ξεβγάζω, ξεπλένω, αποπλένω•выполаскивать белье ξεπλένω τα ρούχα.
|| ξεπλένω, κάνω γαργάρα•выполаскивать рот ξεπλένω το στόμα•
выполаскивать горло κάνω γαργάρα.
ξεπλένομαι. -
3 полоскать
-лощу, -лощешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. полосканный, βρ: -кан, -а, -оρ.σ.μ.1. ξεπλύνω, ξεβγάζω•полоскать бель ξεβγάζω τα ρούχα.
2. κάνω γαργάρα•полоскать рот ξεπλύνω το στόμα•
-горло κάνω γαργάρα.
3. ταλαντεύω, λικνίζω, κουνώ (για άνεμο).1. βλ. плескаться (3 σημ.).2. ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, κουνιέμαι (από τον άνεμο). -
4 полоскать
1. (промывать, обмывать) ξεπλύνω, ξεβγάζω 2. (с лечебной целью рот, горло) κάνω γαργάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полоскать
-
5 выполаскивать
выполаскиватьнесов ξεπλύνω, ἀπο-πλύνω, ξεβγάζω/ κάνω γαργάρα (горло):\выполаскивать рот ξεπλύνω τό στόμα μου· \выполаскивать белье ξεβγάζω τά ἀσπρόρουχα. -
6 полоскать
полоскатьнесов ξεπλένω, ἐκπλύνω / γαργαρίζω (горло):\полоскать белье ξεπλένω τά ροῦχα· \полоскать рот πλένω τό στόμα· \полоскать себе́ горло κάνω γαργάρα.
См. также в других словарях:
γαργαρίζω — (AM γαργαρίζω) κάνω γαργάρα, πλένω το στόμα και τον φάρυγγα με υγρό κρατώντας το κεφάλι προς τα πίσω και κάνοντας φυσαλλίδες μσν. νεοελλ. σκούζω, βγάζω άναρθρη κραυγή νεοελλ. 1. (για νερό) κελαρύζω, τρέχω με παφλασμό ευχάριστο στην ακοή 2. βγάζω… … Dictionary of Greek
συναναγαργαρίζω — Α μεταχειρίζομαι κάτι μαζί με κάτι άλλο για γαργάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναγαργαρίζω «κάνω γαργάρα»] … Dictionary of Greek
ανακογχυλιάζω — ἀνακοχγυλιάζω (Α) 1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του 2. κάνω γαργάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + *κογχυλιάζω < κογχύλιον. ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν] … Dictionary of Greek
γουργουρίζω — και γουργουλίζω 1. κάνω γαργάρα 2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα τού νερού 3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω τής μετακινήσεως τών αερίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ γουρ (πρβλ. αρχ.… … Dictionary of Greek
προσκογχυλίζομαι — Α κάνω γαργάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + *κογχυλίζομαι (< κογχύλιον, κόγχη), πρβλ. ανα κογχυλ ιάζω] … Dictionary of Greek
γουργουρίζω — γουργούρισα 1. έχω γουργουρητό στα έντερά μου: Γουργούριζε η κοιλιά του γιατί είχε να φάει δυο μέρες. 2. κάνω γαργάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)